ἀέρσι

ἀέρσι
ἀ̱έρσι , ἀήρ
Aër.
masc/fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αερσίλοφος — ἀερσίλοφος, ον (Α) (για τόπο) όποιος έχει ψηλό λόφο ή (για πρόσωπα) ψηλό λοφίο περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + λόφος «λόφος βουνού, λοφίο περικεφαλαίας, ο αυχένας, θύσανος τριχών ή πτερών»] …   Dictionary of Greek

  • αερσίμαχος — ἀερσίμαχος, ον (Α) αυτός που υποκινεί σε μάχη, που τήν προκαλεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + μάχη] …   Dictionary of Greek

  • αερσίνους — ἀερσίνους, ουν (ασυναίρ. νοος, ον) (Α) 1. αυτός που αναπτύσσει τη νοημοσύνη 2. (για το κρασί) αυτός που διεγείρει τον νου, που δίνει κέφι, ζωντάνια, ο διεγερτικός 3. υπερήφανος, φαντασμένος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) +… …   Dictionary of Greek

  • αερσίπους — ἀερσίπους, ουν (Α) αυτός που σηκώνει ψηλά το πόδι, που περπατά ζωηρά, που αναπηδά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + ποῦς] …   Dictionary of Greek

  • αερσίφρων — ἀερσίφρων ( ονος), ον (Α) αυτός που εμψυχώνει, που τονώνει το ηθικό κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + φρων < φρήν] …   Dictionary of Greek

  • αερσικάρηνος — ἀερσικάρηνος, ον (Μ) αυτός που υψώνει υπερήφανα το κεφάλι, που κοιτάζει αφ’ υψηλού, αγέρωχος, υπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + κάρηνον «κεφάλι»] …   Dictionary of Greek

  • αερσιπέτης — ἀερσιπέτης, ες (Α) ο αερσιπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσί (< ἀείρω Ι) + πέτης (< πέτομαι)] …   Dictionary of Greek

  • αερσιπόδης — ἀερσιπόδης, ο (Α) ο αερσίπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + ποῦς] …   Dictionary of Greek

  • αερσιπόρος — ἀερσιπόρος, ον (Α) αυτός που προχωρεί ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + πόρος < πείρω (= διαπερνώ, διασχίζω)] …   Dictionary of Greek

  • αερσιπότης — ἀερσιπότης, ο (Α) αυτός που πετά ψηλά, ο υψιπέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + πότης < ποτάομαι ή πέτομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”